ψαροχώρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαροχώρι | τα | ψαροχώρια |
γενική | του | ψαροχωριού | των | ψαροχωριών |
αιτιατική | το | ψαροχώρι | τα | ψαροχώρια |
κλητική | ψαροχώρι | ψαροχώρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐ρο‐χώ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαροχώρι ουδέτερο
- (αλιεία) το παραθαλάσσιο χωριό με πληθυσμό που αποτελείται κυρίως από ψαράδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ψαροχώρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψαρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -χώρι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)