ψηλωσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηλωσιά | οι | ψηλωσιές |
γενική | της | ψηλωσιάς | των | ψηλωσιών |
αιτιατική | την | ψηλωσιά | τις | ψηλωσιές |
κλητική | ψηλωσιά | ψηλωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηλωσιά θηλυκό
- το ύψωμα, το ψήλωμα
- το χτίσιμο, η οικοδόμηση (ψηλών τοίχων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηλωσιά
|