ωμοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωμοφαγία < (ελληνιστική κοινή) ὠμοφαγία < ὠμοφάγος, μορφολογικά αναλύεται ωμο- + -φαγία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωμοφαγία θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- το να τρώει κάποιος κάτι όπως το παρέχει η φύση, ωμό, άψητο, χωρίς καμμία διεργασία μαγειρέματος
[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη ωμοβόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωμοφαγία
|