όγδοο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όγδοο | τα | όγδοα |
γενική | του | όγδοου & ογδόου |
των | όγδοων & ογδόων |
αιτιατική | το | όγδοο | τα | όγδοα |
κλητική | όγδοο | όγδοα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όγδοο ουδέτερο
- κάθε ένα από τα οχτώ ίσα μέρη ενός συνόλου
- (μουσική) νότα που διαρκεί το ένα όγδοο του μέτρου
- o Άκης Πάνου χρησιμοποίησε εκτεταμένα τον παραδοσιακό ρυθμό εννέα όγδοα της ρεμπέτικης μουσικής
- (μουσική) σύμβολο νότας που διαρκεί το ένα όγδοο του μέτρου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- όγδοο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]όγδοο