Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀμάρευμα

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμάρευμᾰ τὰ ἀμαρεύμᾰτ
      γενική τοῦ ἀμαρεύμᾰτος τῶν ἀμαρευμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀμαρεύμᾰτ τοῖς ἀμαρεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀμάρευμᾰ τὰ ἀμαρεύμᾰτ
     κλητική ! ἀμάρευμᾰ ἀμαρεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμαρεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμαρευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμάρευμα < ἀμαρεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμάρευμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) ακάθαρτο νερό των οχετών, βόρβορος
  2. (ελληνιστική κοινή) (μεταφορικά) αισχρολογίες, οχετός ύβρεων
      4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Carmina quae spectant ad alios , 1.19, @catholiclibrary.org
    Ἀλλὰ τί μοι τὰ ἕκαστα διακριδὸν ἐξαγορεύειν, Γλώσσης ἐξ ἱερῆς ἀμαρεύματα τοῖα χέοντι; Ἓν δ' ἐνὶ πᾶσι μέγιστον· ἀτὰρ λόγον ἧλος ἐρείδοι.