Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀντίφρασις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντίφρασῐς αἱ ἀντιφράσεις
      γενική τῆς ἀντιφράσεως τῶν ἀντιφράσεων
      δοτική τῇ ἀντιφράσει ταῖς ἀντιφράσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀντίφρασῐν τὰς ἀντιφράσεις
     κλητική ! ἀντίφρασῐ ἀντιφράσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιφράσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιφρασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀντίφρασις (ελληνιστική κοινή) < ἀντιφράζω < ἀντί- + αρχαία ελληνική φράζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀντίφρασις θηλυκό