ἀπαρτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απαρτία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπαρτί αἱ ἀπαρτίαι
      γενική τῆς ἀπαρτίᾱς τῶν ἀπαρτιῶν
      δοτική τῇ ἀπαρτί ταῖς ἀπαρτίαις
    αιτιατική τὴν ἀπαρτίᾱν τὰς ἀπαρτίᾱς
     κλητική ! ἀπαρτί ἀπαρτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπαρτί
γεν-δοτ τοῖν  ἀπαρτίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπαρτία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπαρτία θηλυκό (ελληνιστική κοινή) (ιωνικός τύπος : ἀπαρτίη)

  1. (περιληπτικό) η οικοσκευή
    → δείτε τις λέξεις ἀποσκευή και ἔπιπλα
  2. (περιληπτικό) τα λάφυρα

Πηγές[επεξεργασία]