ἁμαξίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἁμαξίδιον τὰ ἁμαξίδι
      γενική τοῦ ἁμαξιδίου τῶν ἁμαξιδίων
      δοτική τῷ ἁμαξιδί τοῖς ἁμαξιδίοις
    αιτιατική τὸ ἁμαξίδιον τὰ ἁμαξίδι
     κλητική ! ἁμαξίδιον ἁμαξίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁμαξιδίω
γεν-δοτ τοῖν  ἁμαξιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁμαξίδιον < ἅμαξ(α) + -ίδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἁμαξίδιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]