ἄγνυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἄγνυμι & ἀγνύω   -ἄγνῠμαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας  -ἄξω 
Αόριστος  -ἔαξα, ἦξα   ἐάγην 
Παρακείμενος  ἔᾱγα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄγνυμι < πιθανόν συγγενές του ῥήγνυμι, ρίζα -Fαγ- ή -αγ- και πρόσφυμα -νυ- (ἄγνυμι) ή κατά τα βαρύτονα, ἀγνύω

ἄγνυμι (απαντά συνήθως ως σύνθετο κατάγνυμι)

  1. συντρίβω, σπάζω, κομματιάζω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 214 (213-214)
    αὐτίκα δ᾽ ἐκ ζωστῆρος ἀρηρότος ἕλκεν ὀϊστόν· | τοῦ δ᾽ ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι.
    κι ευθύς από την ζώνην την δυνατήν ετράβηξε το βέλος· | και ως τραβούσε, γυρτές οπίσω εκόπηκαν οι μυτερές αγκίδες.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 298 (298-299)
    ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν | κύματ᾽·
    τα πλοία όμως έγιναν συντρίμμια πάνω στα βράχια | από τα κύματα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 65 (62-65)
    Κίρκης δ᾽ ἐν μεγάρῳ καταλέγμενος οὐκ ἐνόησα | ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν, | ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσον· ἐκ δέ μοι αὐχὴν | ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.
    στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο δώμα, | κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ᾽ άφησε να κατεβώ την ίδια | σκάλα την ψηλή που ανέβηκα, γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι | από τη στέγη· | έτσι, συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 410 (409-410)
    ναῦς δὲ πρὸς πέτραις | πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων.
    Συντρίμμια | γίνηκε το καράβι μου στους βράχους.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) διαχέω, διασκορπίζω
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 279 (278-279)
    τοὶ μὲν ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδὴν | ἐξ ἁπαλῶν στομάτων, περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ·
    Οι άντρες κάτω απ᾽ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή | απ᾽ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. ακολουθώ πορεία μη ευθεία, σπαστή, ελικοειδή
    ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος
  4. η μετοχή παρακειμένου κατεαγώς σημαίνει καταβεβλημένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

δείτε και τα παράγωγά τους, όπως κάταγμα, κάταξις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι: