ἄρουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄρουλᾰ | αἱ | ἄρουλαι |
γενική | τῆς | ἀρούλης | τῶν | ἀρουλῶν |
δοτική | τῇ | ἀρούλῃ | ταῖς | ἀρούλαις |
αιτιατική | τὴν | ἄρουλᾰν | τὰς | ἀρούλᾱς |
κλητική ὦ! | ἄρουλᾰ | ἄρουλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρούλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρούλαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄρουλα < λατινική arula, υποκοριστικό του ara < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄρουλα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)