ἄρουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άρουλα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρουλ αἱ ἄρουλαι
      γενική τῆς ἀρούλης τῶν ἀρουλῶν
      δοτική τῇ ἀρούλ ταῖς ἀρούλαις
    αιτιατική τὴν ἄρουλᾰν τὰς ἀρούλᾱς
     κλητική ! ἄρουλ ἄρουλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρούλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρούλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄρουλα < λατινική arula, υποκοριστικό του ara < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄρουλα θηλυκό

  1. σχάρα
    ἐσχάραν, τὴν νῦν καλουμένην ἄρουλαν. (Σχόλια στους Ἀχαρνῆς του Αριστοφάνη, 888a, 1)
  2. άρουλα