ἄρουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άρουλα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρουλα αἱ ἄρουλαι
      γενική τῆς ἀρούλης τῶν ἀρουλῶν
      δοτική τῇ ἀρούλ ταῖς ἀρούλαις
    αιτιατική τὴν ἄρουλαν τὰς ἀρούλας
     κλητική ! ἄρουλα ἄρουλαι
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄρουλα < (άμεσο δάνειο) λατινική arula, υποκοριστικό του ara < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄρουλα θηλυκό

  1. σχάρα
    ※  Σχόλια εις τον Παιδαγωγόν στο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Παιδαγωγός Sch.Clem.Al.Paed.254.16. Έκδοση: Clarendoniana, 1869, Επιμελητής: Dindorf
    ἐσχαρίδες· ἃς νῦν ἀρούλας καλοῦσιν
    ※  Σχόλια στους Ἀχαρνῆς του Αριστοφάνη, 888a, 1
    ἐσχάραν, τὴν νῦν καλουμένην ἄρουλαν.
  2. άρουλα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]