Ἄσκρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Άσκρη

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄσκρη αἱ Ἄσκραι
      γενική τῆς Ἄσκρης τῶν Ἀσκρῶν
      δοτική τῇ Ἄσκρ ταῖς Ἄσκραις
    αιτιατική τὴν Ἄσκρην τὰς Ἄσκρᾱς
     κλητική ! Ἄσκρη Ἄσκραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἄσκρ
γεν-δοτ τοῖν  Ἄσκραιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἄσκρη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἄσκρη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]