ἐντευκτήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐντευκτήριον τὰ ἐντευκτήρια
      γενική τοῦ ἐντευκτηρίου τῶν ἐντευκτηρίων
      δοτική τῷ ἐντευκτηρί τοῖς ἐντευκτηρίοις
    αιτιατική τὸ ἐντευκτήριον τὰ ἐντευκτήρια
     κλητική ! ἐντευκτήριον ἐντευκτήρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐντευκτήριον < αρχαία ελληνική ἔντευξις, ἐντευκ- + -τήριον → και δείτε τη λέξη εντευκτήριο
Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1856 από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐντευκτήριον ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. « ἐντευκτήρια (δωμάτια)»σελ. 373, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου