ἔντευξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔντευξῐς αἱ ἐντεύξεις
      γενική τῆς ἐντεύξεως τῶν ἐντεύξεων
      δοτική τῇ ἐντεύξει ταῖς ἐντεύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔντευξῐν τὰς ἐντεύξεις
     κλητική ! ἔντευξῐ ἐντεύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντεύξει
γεν-δοτ τοῖν  ἐντευξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔντευξις < ἐντυγχάνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἔντευξις, -εως θηλυκό

  1. ομιλία, λόγος
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 1355a
    διδασκαλίας γάρ ἐστιν ὁ κατὰ τὴν ἐπιστήμην λόγος, τοῦτο δὲ ἀδύνατον, ἀλλ᾽ ἀνάγκη διὰ τῶν κοινῶν ποιεῖσθαι τὰς πίστεις καὶ τοὺς λόγους, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς Τοπικοῖς ἐλέγομεν περὶ τῆς πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐντεύξεως.
    κι αυτό γιατί ο επιστημονικός λόγος αποτελεί διαφωτιστική διδασκαλία, η διαφωτιστική όμως διδασκαλία είναι κάτι που αποκλείεται τελείως σε μια τέτοια περίπτωση: για τα επιχειρήματα και τους λόγους μας είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τους κοινούς τόπους, όπως υποστηρίξαμε στα Τοπικά μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να απευθυνόμαστε στα πλήθη.
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. συνάντηση
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 27.1
    Τὴν δὲ πρὸς Κροῖσον ἔντευξιν αὐτοῦ δοκοῦσιν ἔνιοι τοῖς χρόνοις ὡς πεπλασμένην ἐξελέγχειν.
    Όσο για τη συνάντηση του Σόλωνα με τον Κροίσο, ορισμένοι την αμφισβητούν θεωρώντας την επίπλαστη λόγω της διαφοράς των χρονολογιών.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
  3. συνουσία
  4. συμπεριφορά
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 20.1
    Ἔστιν ἡ ἀηδία, ὡς ὅρῳ περιλαβεῖν, ἔντευξις λύπης ποιητικὴ ἄνευ βλάβης,
    Η χοντροκοπιά, για να δώσουμε έναν περιληπτικό ορισμό, είναι συμπεριφορά που προξενεί λύπη, δίχως όμως βλάβη,
    Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
  5. αίτηση, παράκληση, μεσολάβηση
  6. ανάγνωση, μελέτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]