ὑγειονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑγειονομία | αἱ | ὑγειονομίαι | ||||
γενική | τῆς | ὑγειονομίας | τῶν | ὑγειονομιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὑγειονομίᾳ | ταῖς | ὑγειονομίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ὑγειονομίαν | τὰς | ὑγειονομίας | ||||
κλητική ὦ! | ὑγειονομία | ὑγειονομίαι | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὑγειονομία < ὑγειονόμ(ος) + -ία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʝi.o.noˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ὑ‐γει‐ο‐νο‐μί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὑγειονομία θηλυκό (καθαρεύουσα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ὑγειονόμος
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .