-σαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -σαλάτα οι -σαλάτες
      γενική της -σαλάτας των -σαλατών
    αιτιατική τη(ν) -σαλάτα τις -σαλάτες
     κλητική -σαλάτα -σαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-σαλάτα < σαλάτα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈla.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -σα‐λα‐τα

Επίθημα[επεξεργασία]

-σαλάτα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • -σαλάταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)