Bier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Bier | Biere |
γενική | Bier(e)s | Biere |
δοτική | Bier(e) | Bieren |
αιτιατική | Bier | Biere |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bier (de) ουδέτερο
- η μπίρα
- ich nehme ein Bier - παίρνω μια μπίρα