Μετάβαση στο περιεχόμενο

Bier

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: bier
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Bier die Biere
γενική des Biers
Bieres
der Biere
δοτική dem Bier
Biere
den Bieren
αιτιατική das Bier die Biere

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bier < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική bier < παλαιά άνω γερμανική bior < πρωτογερμανική *beuzą [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /biːɐ̯/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Bier (de) ουδέτερο

  • (ποτό) η μπίρα
    Ich hole mir ein Bier aus dem Kühlschrank.
    Παίρνω μια μπίρα απ' το ψυγείο.

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Bier στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Bier - Duden online.
  2. Bier - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bier αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bier < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bier αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023