Ein-Euro-Job
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ein-Euro-Job | die | Ein-Euro-Jobs |
γενική | des | Ein-Euro-Jobs | der | Ein-Euro-Jobs |
δοτική | dem | Ein-Euro-Job | den | Ein-Euro-Jobs |
αιτιατική | den | Ein-Euro-Job | die | Ein-Euro-Jobs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
Ein-Euro-Job (de) αρσενικό