Einbruch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Einbruch | die | Einbrüche |
γενική | des | Einbruches Einbruchs |
der | Einbrüche |
δοτική | dem | Einbruch Einbruche |
den | Einbrüchen |
αιτιατική | den | Einbruch | die | Einbrüche |
- Einbruch < einbrechen
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Einbruch (de) αρσενικό