ερχομός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερχομός | οι | ερχομοί |
γενική | του | ερχομού | των | ερχομών |
αιτιατική | τον | ερχομό | τους | ερχομούς |
κλητική | ερχομέ | ερχομοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερχομός < μεσαιωνική ελληνική ερχομός < αρχαία ελληνική ἔρχομαι
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερχομός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του έρχομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)