Μετάβαση στο περιεχόμενο

Bruch

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Bruch die Brüche
γενική des Bruches
Bruchs
der Brüche
δοτική dem Bruch
Bruche
den Brüchen
αιτιατική den Bruch die Brüche

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Bruch (de) αρσενικό

  1. σπάσιμο, ρήξη
  2. (μαθηματικά) κλάσμα

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bruch αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bruch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bruch αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Bruch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Bruch αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden