Familienstand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Familienstand | — | |
γενική | des | Familienstands | — | |
δοτική | dem | Familienstand | — | |
αιτιατική | den | Familienstand | — |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Familienstand < Familie (οικογένεια) + n + Stand (κατάσταση)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /faˈmiːliənʃtant/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Familienstand (de) αρσενικό