Neigungswinkel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Neigungswinkel | die | Neigungswinkel |
γενική | des | Neigungswinkels | der | Neigungswinkel |
δοτική | dem | Neigungswinkel | den | Neigungswinkeln |
αιτιατική | den | Neigungswinkel | die | Neigungswinkel |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Neigungswinkel (de) αρσενικό