Neologismus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική der Neologismus die Neologismen
γενική des Neologismus der Neologismen
δοτική dem Neologismus den Neologismen
αιτιατική den Neologismus die Neologismen

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Neologismus < (άμεσο δάνειο) γαλλική néologisme < neo- αρχαία ελληνική νέος + λόγος + -ismus (-ισμός)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Neologismus (de) αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Neologismus στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια