Μετάβαση στο περιεχόμενο

Sänger

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Sänger die Sänger
γενική des Sängers der Sänger
δοτική dem Sänger den Sängern
αιτιατική den Sänger die Sänger

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈzɛŋɐ/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Sänger

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Sänger (de) αρσενικό (θηλυκό Sängerin)

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Sänger αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,