Süden
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Süden | — | |
γενική | des | Südens | — | |
δοτική | dem | Süden | — | |
αιτιατική | den | Süden | — |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Süden (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- ο νότος