Norden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Norden | — | |
γενική | des | Nordens | — | |
δοτική | dem | Norden | — | |
αιτιατική | den | Norden | — |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Norden (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- ο βορράς