Schuld

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schuld die Schulden
γενική der Schuld der Schulden
δοτική der Schuld den Schulden
αιτιατική die Schuld die Schulden

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Schuld (de) θηλυκό

  1. (μόνο στον ενικό) το λάθος, το φταίξιμο
    Gib nicht mir die Schuld! - Μην ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα!
  2. (μόνο στον ενικό) η ενοχή, η υπαιτιότητα (νομικός όρος)
    Der Staatsanwalt muss bei Gericht die Schuld des Angeklagten beweisen - Ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου.
  3. (συχνά στον πληθυντικό) το χρέος, τα χρέη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]