Silbe
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Silbe | die | Silben |
γενική | der | Silbe | der | Silben |
δοτική | der | Silbe | den | Silben |
αιτιατική | die | Silbe | die | Silben |
Silbe (de) θηλυκό
- η συλλαβή
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Silbe < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Silbe αρσενικό ή θηλυκό