Sprache
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Sprache | die | Sprachen |
γενική | der | Sprache | der | Sprachen |
δοτική | der | Sprache | den | Sprachen |
αιτιατική | die | Sprache | die | Sprachen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Sprache < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική sprache < παλαιά άνω γερμανική sprahha [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Sprache (de) θηλυκό
- (γλωσσολογία) η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας
- Wie viele Sprachen sprichst du?
- Πόσες γλώσσες μιλάς;
- Wie viele Sprachen sprichst du?
- (μόνο στον ενικό) η ικανότητα του να μιλάς, ομιλία
- Sie hat nach dem Unfall ihre Sprache verloren.
- Έχασε την ομιλία της μετά το ατύχημα.
- Sie hat nach dem Unfall ihre Sprache verloren.
- (μόνο στον ενικό) η άρθρωση
- ο τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος τη γλώσσα, το ύφος
- Er verwendet in seinen Texten eine sehr anschauliche Sprache.
- Χρησιμοποιεί πολύ ζωηρή γλώσσα στα κείμενα του.
- ≈ συνώνυμα: Ausdrucksweise, Sprechweise, Stil
- Er verwendet in seinen Texten eine sehr anschauliche Sprache.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Sprache στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γλωσσολογία (γερμανικά)
- Γλώσσες (γερμανικά)