Trost
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Trost | - |
γενική | des Trosts | - |
δοτική | dem Trost | - |
αιτιατική | den Trost | - |
Trost (de) αρσενικό