bac

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bak/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bac < δημώδης λατινική baccus (δοχείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bac bacs

bac (fr) αρσενικό

  1. μικρό πλοίο, με λείο πάτο, που χρησιμεύει στον διάπλου μιας λίμνης, ενός ποταμού, κλπ.
  2. η λεκάνη, η σκάφη
  3. το συρτάρι ενός ψυγείου
  4. συρτάρι ή μικρό μεταλλικό έπιπλο για την κατάταξη εγγράφων
  5. μεγάλη γλάστρα για φυτά ή δέντρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bac < baccalauréat

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bac bacs

bac (fr) αρσενικό