bac
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bac < δημώδης λατινική baccus (δοχείο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bac | bacs |
bac (fr) αρσενικό
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bac < baccalauréat
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bac | bacs |
bac (fr) αρσενικό
- (οικείο) το απολυτήριο του λυκείου στη Γαλλία
- (ελλειπτικά) il est exigé un niveau bac + 2: απαιτείται επίπεδο σπουδών δύο χρόνων μετά το απολυτήριο