bac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bac < δημώδης λατινική baccus (δοχείο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bac | bacs |
bac (fr) αρσενικό
- μικρό πλοίο, με λείο πάτο, που χρησιμεύει στον διάπλου μιας λίμνης, ενός ποταμού, κλπ.
- η λεκάνη, η σκάφη
- το συρτάρι ενός ψυγείου
- συρτάρι ή μικρό μεταλλικό έπιπλο για την κατάταξη εγγράφων
- μεγάλη γλάστρα για φυτά ή δέντρα
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bac < baccalauréat
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bac | bacs |
bac (fr) αρσενικό
- (οικείο) το απολυτήριο του λυκείου στη Γαλλία
- (ελλειπτικά) il est exigé un niveau bac + 2: απαιτείται επίπεδο σπουδών δύο χρόνων μετά το απολυτήριο