bluff
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]bluff (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bluff (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]bluff (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bluff < άμεσο δάνειο από την αγγλική bluff
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bluff (fr) αρσενικό
- η μπλόφα, το μπλοφάρισμα