bluff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bluff (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bluff (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
bluff (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bluff < άμεσο δάνειο από την αγγλική bluff
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bluff (fr) αρσενικό
- η μπλόφα, το μπλοφάρισμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- intimidation
- leurre
- mensonge
- surenchère
- tromperie
- vantardise
- (οικείο) bidon
- (οικείο) chiqué
- (οικείο) épate
- (οικείο) esbrouffe
- (οικείο) frime