bonhomme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) καλός άντρας
- (παρωχημένο) εύπιστος, απλοϊκός άντρας
- (οικείο) (δείχνει έλλειψη σεβασμού) κύριος, άντρας
- χαϊδευτικός όρος για ένα αγοράκι
- (οικείο) απλουστευμένο σκίτσο ενός ανθρώπου
- bonhomme de neige - χιονάνθρωπος