bonhomme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) καλός άντρας
- (παρωχημένο) εύπιστος, απλοϊκός άντρας
- (οικείο) (δείχνει έλλειψη σεβασμού) κύριος, άντρας
- χαϊδευτικός όρος για ένα αγοράκι
- (οικείο) απλουστευμένο σκίτσο ενός ανθρώπου
- bonhomme de neige - χιονάνθρωπος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- nom d'un petit bonhomme ! - οικεία βλαστήμια
- poursuivre son bonhomme de chemin - κάνω τη δουλειά μου σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη, αλλά σταθερά