brutal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | brutal |
συγκριτικός | more brutal |
υπερθετικός | most brutal |
Επίθετο[επεξεργασία]
brutal (en)
- βάναυσος, κτηνώδης, με βία και σκληρότητα
- ↪ brutal handling of the demonstrators by the police - βάναυση/κτηνώδης μεταχείριση των διαδηλωτών από την αστυνομία
- ωμός, που είναι άμεσο και ξεκάθαρο για κάτι δυσάρεστο· μη σκέφτομαι τα συναισθήματα των ανθρώπων
- ↪ The brutal truth is that…
- Η ωμή αλήθεια είναι ότι…
- ↪ The brutal truth is that…
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brutal | brutaux |
θηλυκό | brutale | brutales |
brutal (fr)