caementum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caementum < caedo < πρωτοϊταλική *kaidō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kae̯ˈmen.tum/ (κλασική λατινική)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caementum ουδέτερο
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη τσιμέντο