cura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cura < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω, φροντίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cura (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cura | curae |
γενική | curae | curārum |
δοτική | curae | curīs |
αιτιατική | curam | curās |
κλητική | cura | curae |
αφαιρετική | curā | curīs |