détresse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.tʁɛs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
détresse détresses

détresse (fr) θηλυκό

  1. η θλίψη, ο πόνος, η απόγνωση
     συνώνυμα: affliction, désarroi, désespoir
     αντώνυμα: paix, quiétude, tranquillité
  2. η οδύνη, η δυστυχία
     συνώνυμα: adversité, infortune, malheur, misère
     αντώνυμα: bien-être, prospérité
  3. ο άμεσος κίνδυνος
     συνώνυμα: perdition
     αντώνυμα: sécurité