edictum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- edictum < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής edictus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < ex + dico < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (δείκνυμι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
edictum ουδέτερο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | edictum | edicta |
γενική | edictī | edictōrum |
δοτική | edictō | edictīs |
αιτιατική | edictum | edicta |
κλητική | edictum | edicta |
αφαιρετική | edictō | edictīs |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στην (ελληνιστική κοινή) : ἔδικτον