Αγαθό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αγαθό | τα | Αγαθά |
γενική | του | Αγαθού | των | Αγαθών |
αιτιατική | το | Αγαθό | τα | Αγαθά |
κλητική | Αγαθό | Αγαθά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αγαθό < αγαθό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγαθός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γα‐θό
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αγαθό ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)