Ανδαλουσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ανδαλουσία
      γενική της Ανδαλουσίας
    αιτιατική την Ανδαλουσία
     κλητική Ανδαλουσία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χάρτης με τη θέση της Ανδαλουσίας στην Ισπανία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ανδαλουσία < ισπανική Andalucía < αραβική الأندلس (al-ʾandalus)[1] < δημώδης λατινική *Vandalicia (χώρα των Βανδάλων)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.ða.luˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐δα‐λου‐σί‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ανδαλουσία θηλυκό στον ενικό

  • αυτόνομη κοινότητα της Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Σεβίλλη
    ※  Ἄχ, ἀγάπη / ποὺ πῆγε καὶ δὲν ἦρθε! / Φέρε ἀνθοὺς πορτοκαλιᾶς, φέρε ἐλιές, / Ἀνδαλουσία, στὶς θάλασσές σου.
    Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (μτφ. Μόσχος Λαγκουβάρδος), Μικρή μπαλλάντα των τριών ποταμών, Νέα Εστία, Έτος ΜΕ΄, τόμος 89ος, τεύχος 1048 (1 Μαρτίου 1971), σελ. 296.
    ※  Σε ένα από τα μαγαζάκια της περιοχής αγοράσαμε βεντάλιες και σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο δοκιμάσαμε για πρώτη φορά γκασπάτσο, την αρωματική κρύα σούπα των Ισπανών που είναι απολαυστική όταν την πίνεις στη θερμή, κυριολεκτικά και μεταφορικά, Ανδαλουσία.
    Κορίνα Φαρμακόρη, Ταξίδια στην Ανδαλουσία, lifo.gr, 24 Ιουνίου 2017.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)