Μοσχάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μοσχάτο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μοσχάτο τα Μοσχάτα
      γενική του Μοσχάτου των Μοσχάτων
    αιτιατική το Μοσχάτο τα Μοσχάτα
     κλητική Μοσχάτο Μοσχάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μοσχάτο < μοσχάτο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈsxa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μο‐σχά‐το

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μοσχάτο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. παράλιο προάστιο της Αθήνας
  2. χωριό στη περιοχή της Καρδίτσας
  3. (ελληνική ποικιλία αμπέλου) οικογένεια ποικιλιών αμπέλου που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, βασικότερες των οποίων είναι:
    1. Μοσχάτο Αλεξανδρείας, προέρχεται από Β. Αφρική, καλλιεργείται στη βόρεια Ελλάδα και κυρίως στη Λήμνο, παράγει ξερό λευκό κρασί.
    2. Μοσχάτο Αμβούργου, καλλιεργείται στην κεντρική Ελλάδα και κυρίως στον Τύρναβο, παράγει ερυθρό και ροζέ γλυκό κρασί.
    3. Μοσχάτο λευκό, καλλιεργείται κυρίως στην Πάτρα, Σάμο, Ρόδο και Κεφαλλονιά, παράγει λευκό γλυκό κρασί.
    4. Μοσχάτο Σπίνας, καλλιεργείται στην ορεινή Κρήτη, παράγει λευκό ξερό ή γλυκό κρασί
    5. Μοσχάτο Τράνι, προέρχεται από Ιταλία, καλλιεργείται στα νησιά του Αιγαίου, παράγει λευκό ξερό ή γλυκό κρασί.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]