Ξυπέτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ξυπέτη
      γενική της Ξυπέτης
    αιτιατική την Ξυπέτη
     κλητική Ξυπέτη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξυπέτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ξυπέτη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksiˈpe.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ξυ‐πέ‐τη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ξυπέτη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ξυπέτη
      γενική τῆς Ξυπέτης
      δοτική τῇ Ξυπέτ
    αιτιατική τὴν Ξυπέτην
     κλητική ! Ξυπέτη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξυπέτη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ξυπέτη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]