Ξυπεταιών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ξυπεταιών οἱ Ξυπεταιόνες
      γενική τοῦ Ξυπεταιόνος τῶν Ξυπεταιόνων
      δοτική τῷ Ξυπεταιόν τοῖς Ξυπεταιόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ξυπεταιόν τοὺς Ξυπεταιόνᾰς
     κλητική ! Ξυπεταιών Ξυπεταιόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ξυπεταιόνε
γεν-δοτ τοῖν  Ξυπεταιόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξυπεταιών < Ξυπέτη + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ξυπεταιών, -όνος αρσενικό (σπανιότερα -ῶνος)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

μεγαγενέστερες:

Πηγές[επεξεργασία]