Πάτμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πάτμος
      γενική της Πάτμου
    αιτιατική την Πάτμο
     κλητική Πάτμε
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πάτμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Πάτμος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πάτμος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πάτμος
      γενική τῆς Πάτμου
      δοτική τῇ Πάτμ
    αιτιατική τὴν Πάτμον
     κλητική ! Πάτμε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πάτμος < άγνωστης ετυμολογίας. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη έχει προελληνική προέλευση[1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πάτμος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (νησί) η Πάτμος
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 33.3
    ὁ δὲ ὑπὸ σπουδῆς ἐποιεῖτο τὴν δίωξιν· καὶ μέχρι μὲν Πάτμου τῆς νήσου ἐπεδίωξεν, ὡς δ᾽ οὐκέτι ἐν καταλήψει ἐφαίνετο, ἐπανεχώρει.
    Τότε ο Πάχης ξεκίνησε αμέσως σε καταδίωξη ώς την Πάτμο, αλλά βλέποντας ότι δεν μπορούσε πια να τον φτάσει, γύρισε πίσω.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 10.5, 13 @perseus.tufts.edu @wikisource
    πλησίον δʼ ἐστὶ καὶ ἡ Πάτμος καὶ Κορασσίαι πρὸς δύσιν κείμεναι τῇ Ἰκαρίᾳ, αὕτη δὲ Σάμῳ. ἡ μὲν οὖν Ἰκαρία ἔρημός ἐστι, νομὰς δʼ ἔχει καὶ χρῶνται αὐταῖς Σάμιοι·
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Αποκάλυψις Ιωάννου, 1.9
    Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ καὶ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ, διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.