ανδρογυνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανδρογυνισμός < ανδρογυνία + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανδρογυνισμός αρσενικό
- η ανδρογυνία
- «Αρχές του '80 εμφανίζονται θαρραλέα, εκφράζοντας τη σεξουαλική αμφισημία τους, οι πρώτοι υπέρμαχοι του ανδρογυνισμού, προερχόμενοι από τη μουσική ποπ.»
(Ελευθεροτυπία, 2009)
- «Αρχές του '80 εμφανίζονται θαρραλέα, εκφράζοντας τη σεξουαλική αμφισημία τους, οι πρώτοι υπέρμαχοι του ανδρογυνισμού, προερχόμενοι από τη μουσική ποπ.»