επίφυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίφυση οι επιφύσεις
      γενική της επίφυσης* των επιφύσεων
    αιτιατική την επίφυση τις επιφύσεις
     κλητική επίφυση επιφύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίφυση < επί + φύση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίφυση θηλυκό(και ουδέτερο κωνάριο)

  1. μεγάλος ενδοκρινής αδένας.
  2. πληθυντικός οι επιφύσεις, τα 2 άκρα των οστών τα οποία έχουν σπογγώδη μορφή.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]