εσώρουχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσώρουχο < εσω(τερικό) + ρούχο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσώρουχο ουδέτερο
- ρούχα μεταξύ γυμνού σώματος & εξωτερικών ρούχων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσώρουχο
|