μακέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακέτα | οι | μακέτες |
γενική | της | μακέτας | των | μακετών |
αιτιατική | τη | μακέτα | τις | μακέτες |
κλητική | μακέτα | μακέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική macchietta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακέτα θηλυκό
- αναπαράσταση ενός κτηρίου ή άλλου οικοδομήματος σε μικρογραφία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μακέτα στη Βικιπαίδεια