οστρακισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστρακισμός < αρχαία ελληνική ὀστρακισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστρακισμός αρσενικό
- (πολιτική) θεσμός του αρχαίου αθηναϊκού πολιτεύματος: ψηφοφορία με όστρακα για την απομάκρυνση από την Αθήνα για δέκα χρόνια εκείνου του πολίτη που θεωρούνταν από τους περισσότερους ψηφοφόρους επικίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη όστρακο