παγετώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγετώνας < παγετός + -ώνας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glacière
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγετώνας αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παγετωνικός
- → δείτε τις λέξεις παγετός και πάγος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εποχή των παγετώνων: γεωλογική περίοδος κατά τις οποίες υπήρχε έντονο ψύχος και επέκταση των πολικών πάγων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- παγετώνας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνας (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)